θησειομύζων

θησειομύζων
θησειομύζων, ὁ (Α)
(σκωπτ. στον Αριστοφ.) ο κατά τα Θησεία, εορτή τού Θησέως, μύζων, δηλ. αυτός που τρώει από τα τρόφιμα τα οποία διανέμονται δωρεάν στους φτωχούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Θησεία «εορτή προς τιμήν τού Θησέως» + μύζω (I) «ρουφώ, πιπιλίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”